Διάβασα σήμερα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για το πρόγραμμα "Εξοικονόμηση κατ' οίκον". Η γραφειοκρατία στις καλές της στιγμές. Και θυμήθηκα ένα διήγημα που έγραψα πριν αρκετά χρόνια με τίτλο: "Άδεια παραμονής". Έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Ύφος" και περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Dejavu" (εκδόσεις Ύφος). Ελπίζω να σας αρέσει:
Δε φοβάμαι να πεθάνω.
Απλώς δε θέλω να είμαι εκεί όταν συμβεί.
Γούντι Άλεν
Ήταν ένα παγωμένο δειλινό του Δεκεμβρίου και ο Γιώργος απολάμβανε το ουίσκι του καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, όταν ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα σωριάστηκε στο πάτωμα παρασύροντας μαζί του ό,τι ήταν πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα του. Πάσχιζε ασθμαίνοντας ν’ ανασάνει, αλλά κατάλαβε πως η ζωή έφευγε από μέσα του, ενώ δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι να του προσφέρει βοήθεια.
Τότε ένας άντρας εμφανίστηκε μπροστά του· ήταν καλυμμένος με μαύρο μανδύα και στο αριστερό του χέρι κρατούσε σφιχτά ένα δρεπάνι. Ο ήρωάς μας σκέφτηκε ότι ένας μανιακός δολοφόνος ήταν το τελευταίο πράγμα που του έλειπε, μα όταν εκείνος μίλησε έγινε φανερή η ταυτότητά του: «Έλα μαζί μου, Γεώργιε. Μην αργείς».
Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά και τον ακολούθησε, ρίχνοντας μια θλιμμένη ματιά στο πεσμένο σώμα που άφηνε ξοπίσω του, αναλογιζόμενος τις μάταιες προσπάθειες που έκανε τις τελευταίες εβδομάδες για να το αδυνατίσει.
Ο ξένος τού απηύθυνε πάλι το λόγο× ήταν μια φωνή βαθιά και βροντερή: «Ξέρεις, είναι μέσα στη δικαιοδοσία μου να σε αφήσω για τρεις ημέρες εδώ για να παρακολουθήσεις την προετοιμασία του σώματος και την κηδεία του. Μήπως θέλεις να μείνεις;»
Η απάντηση του Γιώργου ήταν αρνητική. Σκέφτηκε πως το θέαμα θα ήταν πολύ μακάβριο και προτίμησε να το αποφύγει. Όταν μάλιστα του ήρθαν στο νου τα πιθανά σχόλια των ατόμων του γραφείου τελετών σχετικά με τη φυσική του κατάσταση, βιάστηκε ν’ ακολουθήσει τον τρομακτικό θεριστή, ελπίζοντας τουλάχιστον να βρει στον άλλο κόσμο την ηρεμία που τόσο του είχε λείψει σε τούτον.
Σύντομα έφτασαν σε μια βαθιά τάφρο και τη διέσχισαν για να βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη πέτρινη πύλη. Ο φύλακας, ένας επιβλητικός άντρας που φορούσε γυαλιστερή πανοπλία, τους έριξε μια ψυχρή ματιά και τους έκανε νόημα να περάσουν. Βρέθηκαν σ’ ένα απέραντο προαύλιο× γύρω τους ανοίγονταν αμέτρητες είσοδοι και έξω από τις περισσότερες υπήρχαν ψυχές που περίμεναν να μπουν. Ο Χάρος τον οδήγησε με αποφασιστικότητα σε μια είσοδο που βρισκόταν απέναντί τους. Ο Γιώργος πρόσεξε την επιγραφή που υπήρχε από πάνω της γραμμένη με πλάγια γράμματα: “Ελλάδα”.
Όταν μπήκε μέσα αντίκρισε έκπληκτος μια μεγάλη αίθουσα που τον συγκίνησε, γιατί του θύμισε σε μεγάλο βαθμό την πατρίδα του. Ολόγυρα ήταν βαλμένα με τάξη ξύλινα γραφεία, όπου κάθονταν υπάλληλοι και ασχολούνταν με γραφική εργασία. Ο συνοδός του τράβηξε το Γιώργο και τον οδήγησε σε ένα γραφείο στη δεξιά γωνία της αίθουσας, ενώ του ψιθύριζε: «Αυτή είναι η υπηρεσία μεταναστεύσεων. Από δω θα πάρεις την άδεια παραμονής». Η μελαχρινή υπάλληλος που καθόταν πίσω από το γραφείο διέκοψε το βάψιμο των νυχιών της και κοίταξε αυστηρά το νεοφερμένο: «Όνομα, διεύθυνση και επάγγελμα, παρακαλώ».
Ο Χάρος έβγαλε από το μανδύα του ένα μηχανογραφημένο κατάλογο και τον έδωσε στην υπάλληλο. Το όνομα του νεκρού ήταν υπογραμμισμένο με κίτρινο μαρκαδόρο: «Γεώργιος Ταρανλίδης του Ευσταθίου, Πεύκων 48. Δημόσιος υπάλληλος». Αυτή κούνησε αδιάφορα το κεφάλι της και άρχισε να ψάχνει στις καρτέλες που υπήρχαν δίπλα της. Εκνευρίστηκε, βλαστήμησε και ξανάρχισε να ψάχνει. Ο Χάρος είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια ανησυχίας. Στο τέλος η κοπέλα κοίταξε το Γιώργο και είπε με δυσαρεστημένο ύφος: «Λυπάμαι, το όνομά σας δε βρίσκεται στον κατάλογό μου. Δεν μπορώ να σας δώσω την άδεια. Δεν προβλέπεται η παραμονή σας εδώ».
Ο Γιώργος έχασε το χρώμα του, ή τουλάχιστον θα το έχανε αν είχε. Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, επενέβη ο Χάρος: «Πώς είναι δυνατόν; Αφού υπάρχει το όνομά του στη λίστα μου!» Αυτή του έριξε μια ψυχρή ματιά. Ύστερα χτύπησε με το χέρι της μια από τις καρτέλλες με τα ονόματα που υπήρχαν μπροστά της παίρνοντας ένα θριαμβευτικό ύφος: «Ορίστε. Τι γράφει εδώ, στη δική μου καρτέλλα; Γεώργιος Ταραγλίδης του Ευσταθίου - Χαραλάμπους, Πεύκων 48. Δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Έκανες λάθος!»
Εδώ ο Γιώργος έκρινε σκόπιμο να επέμβει: «Όχι, εγώ είμαι. Απλώς γράφουν άλλες φορές το επώνυμό μου με γ και άλλες με ν. Και ο πατέρας μου είχε δύο ονόματα, που άλλες υπηρεσίες γράφουν και άλλες όχι».
Η υπάλληλος τον κοίταξε επιτιμητικά: «Λυπάμαι, πρέπει να φέρετε πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, διαφορετικά δεν μπορώ να σας δεχτώ».
Ήταν φανερό ότι ο Χάρος είχε αρχίσει να νιώθει πολύ άβολα. Πλησίασε την υπάλληλο. «Κοίταξε, πρέπει κάτι να κάνεις για την περίπτωση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν στον κατάλογό μου. Τι να τον κάνω;»
«Αγαπητέ μου, αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Δε θα μου μάθεις εσύ τη δουλειά μου. Τώρα πρέπει να ενημερώσω τα βιβλία μου γι αυτό σε παρακαλώ πάρ’ τον αυτόν από δω και αδειάστε μου τη γωνιά. Πήγαινε, αν θέλεις, στο Διευθυντή, αλλά μη με απασχολείς άλλο».
Ο Χάρος έσκυψε το κεφάλι, πήρε το Γιώργο από το χέρι και τον οδήγησε σ’ ένα γραφείο στο βάθος ενός στενού διαδρόμου. Εκείνος έριξε μια ματιά πίσω του και είδε ότι η υπάλληλος που τους έδιωξε είχε αρχίσει πάλι να ασχολείται με τα νύχια της.
Όταν μπήκαν στο γραφείο έξω απ’ το οποίο έγραφε “ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΝ”, ο Γιώργος πρόσεξε ότι ο περισσότερος χώρος του δωματίου πήγαινε χαμένος και προφανώς είχε παραχωρηθεί για να δικαιολογήσει τη θέση του Διευθυντή. Αυτός ήταν ένας επιβλητικός, παχύς κύριος που είχε ανεβασμένα τα πόδια του σε ένα δρύινο γραφείο και κάπνιζε ένα ακριβό πούρο. Τους κοίταξε πίσω από τον καπνό, με το συγκαταβατικό βλέμμα που κοιτάζει ο δάσκαλος το χειρότερο μαθητή της τάξης. «Τι θέλεις;» ρώτησε το Χάρο, ενοχλημένος που τον έβγαλε από τις βαθιές σκέψεις στις οποίες έμοιαζε απορροφημένος.
Εκείνος εξήγησε στα γρήγορα την κατάσταση και πρόσθεσε ότι τώρα που είχε φέρει το νεκρό έπρεπε κάτι να γίνει για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο Διευθυντής έψαξε τις λίστες στο κομπιούτερ του και μετά κοίταξε τον αγγελιοφόρο του Θανάτου περιφρονητικά: «Δεν μπορούμε, Χαρούλη, να διαλύσουμε την οργάνωσή μας για χάρη σου. Νομίζεις ότι μπορεί να μπαίνει εδώ ο καθένας χωρίς έλεγχο; Πώς ξέρουμε ότι ο κύριος από δω είναι αυτός που λέει; Τα αρχεία μας είναι σαφή. Ταραγλίδης του Ευσταθίου - Χαραλάμπους. Τώρα που δημιουργήθηκε αμφισβήτηση για το πρόσωπό του δεν μπορούμε να τον δεχτούμε, εκτός αν φέρει πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, όπως πολύ σωστά είπε η Αντριάνα. Πήγαινε στο τμήμα πιστοποιητικών να σου εξηγήσουν τι χρειάζεται να γίνει και μη με ενοχλείς άλλο. Έχουμε και δουλειές, φίλε μου».
Και ξαναγύρισε με ανανεωμένο ενδιαφέρον στο πούρο του, δείχνοντας με σαφήνεια ότι οι άλλοι δεν υπήρχαν πλέον γι αυτόν. Ο Χάρος ήταν τόσο απογοητευμένος που ο Γιώργος τον λυπήθηκε. «Έχει ξανασυμβεί αυτό;» ρώτησε.
«Μου συνέβη άλλες δύο φορές, αλλά σε άλλους συμβαίνει συχνότερα», αποκρίθηκε, και βλέποντας την έκπληξη του Γιώργου συνέχισε: «Πίστεψες πως ένας Χάρος μπορεί να βγάλει μόνος του τόση δουλειά; Είμαστε πολλοί και έχουμε αναλάβει διαφορετικό τομέα ο καθένας. Κατά καιρούς βέβαια παίρνουμε και μεταθέσεις και έχουμε και μπόνους, ανάλογα με την παραγωγικότητα μας. Υπάλληλος είμαι κι εγώ σαν εσένα. Όπως είδες, άλλοι αποφασίζουν για τις “μεταναστεύσεις”. Χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο για λόγους πολιτικής ορθότητας».
Είχαν μπει σ’ έναν άλλο διάδρομο και έφτασαν σε μια κλειστή τζαμένια πόρτα, με την επιγραφή: “ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ”. Όταν πέρασαν μέσα πήγαν προς το γκισέ πίσω από το οποίο μια ξανθιά με απλανές βλέμμα έπαιζε με μια ροζ τσιχλόφουσκα. Όταν ο Χάρος της εξέθεσε το πρόβλημα αυτή χαμογέλασε γλυκά και είπε: «Μην ανησυχείτε καθόλου. Για να πάρετε πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας πρέπει να φέρετε πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, ένορκη βεβαίωση για την ταυτότητά σας από δύο μάρτυρες και υπεύθυνη δήλωση της συζύγου σας, αν έχετε, με βεβαίωση του αστυνομικού τμήματος της περιοχής σας για το γνήσιο της υπογραφής της».
Ο Γιώργος την κοίταξε απελπισμένος. «Μα αφού έχω πεθάνει, πού θα τα βρω όλα αυτά;»
«Α, αγαπητέ μου, δεν μπορώ να λύνω τα προβλήματα του καθενός. Μια ψυχή είμαι κι εγώ. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτά τα έγγραφα είμαστε υποχρεωμένοι να ζητάμε, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του νομικού μας συμβούλου. Τα παράπονά σας σ’ αυτόν. Δεν μπορώ να παραβώ τις εντολές».
Ο Χάρος έδειχνε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο Γιώργος του έβαλε τις φωνές: «Γιατί μου το έκανες αυτό; Δε φτάνει που με πέθανες, τώρα δεν ξέρεις τι να με κάνεις».
«Σταμάτα, σε παρακαλώ. Τι λες, να κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια και να πάμε στο νομικό σύμβουλο; Ίσως έχει να μας προτείνει κάποια λύση».
Ο Γιώργος κούνησε το κεφάλι του με απελπισία και τον ακολούθησε. Θα πήγαινε και στον ίδιο τον οξαποδώ για να βρει μια λύση. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν στον τρίτο όροφο. Βγήκαν σ’ ένα διάδρομο στρωμένο με παχιά κόκκινη μοκέτα και κατευθύνθηκαν σε μια σφυρήλατη πόρτα στο βάθος. Ο Χάρος χτύπησε ένα περίτεχνο ρόπτρο και μπήκε μέσα δειλά, κοιτώντας προσεκτικά γύρω του. Βρέθηκαν σ’ έναν προθάλαμο και η άψογα ντυμένη και βαμμένη γραμματέας ζήτησε να μάθει το λόγο της επίσκεψής τους και τους είπε να περιμένουν. Ο νομικός σύμβουλος ήταν απασχολημένος με την υπογραφή ενός συμβολαίου και θα τους δεχόταν μόλις έφευγαν οι συμβαλλόμενοι.
Περίεργος ο Γιώργος ρώτησε το Χάρο τι είδους συμβόλαια μπορεί να υπογράφονταν στον άλλο κόσμο. Εκείνος του ψιθύρισε ότι επρόκειτο συνήθως για συμβόλαια μεταγραφής ψυχών από το Καθαρτήριο στον Παράδεισο, αλλά υπήρχαν φήμες και για κάποια άλλα που αφορούσαν μεταγραφές ψυχών που είχαν να πληρώσουν αδρά στην Κόλαση. «Βλέπεις, εκεί πηγαίνει η ελίτ, γι αυτό έχουν ανακαλύψει αυτό το κόλπο με την αποκρουστική εικόνα της κόλασης, ώστε να κρατήσουν κλειστό το κλαμπ. Πάντως, ούτε να το σκέφτεσαι. Δεν μπορείς ούτε να ονειρευτείς την αξία του χρυσού που θα σου εξασφάλιζε την είσοδο, ούτε είσαι κάποια διασημότητα για να σε δεχτούν τιμής ένεκεν». Ο Γιώργος ανατρίχιασε και βυθίστηκε σε μελαγχολία παρατηρώντας τη γραμματέα να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό διακόσμησης.
Σε μισή ώρα τους δέχτηκε ο νομικός σύμβουλος και άκουσε συγκαταβατικά την ιστορία του Χάρου. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός τύπος που διέκοπτε συνέχεια τη συνομιλία για να απαντήσει στα τηλέφωνα που χτυπούσαν. Τελικά κούνησε το κεφάλι του και απευθυνόμενος στο νεοφερμένο νεκρό είπε: «Σας καταλαβαίνω. Αλλά το θέμα είναι πολύ απλό. Δεν υπάρχει λόγος να μπλεχτείτε μ’ όλη αυτή τη γραφειοκρατία· απλώς θα γυρίσετε πίσω. Δε νομίζω να σας πέσει άσχημα».
Ο Γιώργος έμεινε άφωνος. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Ένιωσε ανακούφιση για την απλότητα της λύσης, αλλά τη χαρά του διέκοψε η ασθματική φωνή του Χάρου: «Δεν είναι δυνατόν! Το ξέρετε ότι στη γη ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Έχει περάσει ένας μήνας από το θάνατό του. Δε θα έχει σώμα να κατοικήσει. Κι ύστερα είμαι κι εγώ!» Χαμήλωσε τη φωνή του.
Ο άλλος κατάλαβε. «Έλα, καημένε, μπορεί να πάρεις μια δυσμενή μετάθεση και να αναλάβεις την Κίνα ή την Ινδία για ένα διάστημα. Εντάξει, θα κουράζεσαι, θα είναι πολύ περισσότερη η δουλειά με τέτοιο πληθυσμό, αλλά με την Ελλάδα είχες λουφάρει τόσο καιρό× σωστά; Και στο κάτω κάτω, τι να τον κάνουμε αυτόν εδώ, αφού στους καταλόγους μας αναφέρεται με άλλο όνομα; Αν έχεις κάποια άλλη ιδέα, ακολούθησέ την. Πάντως δεν πρόκειται να αναιρέσω τις γνωμοδοτήσεις μου. Αρκετά ασχολήθηκα με το θέμα. Θα πρέπει να φύγετε τώρα, γιατί σε λίγο έχω ένα σημαντικό ραντεβού».
Ο Χάρος κατέβασε το κεφάλι και πήρε από το χέρι το Γιώργο. Εκείνος σκεφτόταν με έξαψη την επιστροφή του, αναρωτιόταν πώς θα ήταν να κινείται ανάμεσα στους ζωντανούς, όταν μάλιστα δε θα μπορούσαν να τον δούν. Συνειδητοποίησε πως ίσως να μπορούσε, έστω και χωρίς σώμα, να πραγματοποιήσει πράγματα που ανέβαλε όλα τα χρόνια της ζωής του.
Ακολούθησαν το δρόμο πάλι προς τα πίσω, βρήκαν τους ίδιους διαδρόμους που είχαν συναντήσει και προηγουμένως, πέρασαν από τη μεγάλη πύλη.
Και ο Γιώργος ξαναγύρισε στην επιφάνεια της γης, όπου, όπως είχε παρατηρήσει και ο Χάρος, είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας από το θάνατό του. Το σώμα του δεν ήταν πια κατάλληλο για εγκατάσταση. Παρηγορήθηκε αναλογιζόμενος τις φορές που είχε ονειρευτεί να είναι αόρατος και τις δυνατότητες που ανοίγονταν σε μια τέτοια περίπτωση. Ο Χάρος τον άφησε σε ένα πολυσύχναστο δρόμο και του είπε με αινιγματικό ύφος ότι ίσως θα τον συναντούσε πάλι σύντομα.
Στην αρχή ο Γιώργος διασκέδαζε πολύ με όσα μπορούσε να κάνει χωρίς να τον βλέπουν. Είδε αρκετές ταινίες στον κινηματογράφο, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσει εισιτήριο. Διάβασε βιβλία σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία. Παρακολούθησε το ράλλυ Ακρόπολις μέσα από το αυτοκίνητο ενός συμμετέχοντος. Ταξίδεψε σε μέρη που είχε πάντα ονειρευτεί να γνωρίσει. Μπήκε σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων και ξάπλωσε δίπλα σε θεσπέσιες γυναίκες, που όσο ζούσε δε θα γύριζαν ποτέ να τον κοιτάξουν· όχι, πως τον κοίταζαν τώρα βέβαια. Μπήκε σε σπίτια και ξεπέρασε κάθε όριο αδιακρισίας. Παρακολούθησε άπειρες συζητήσεις και άγριους καυγάδες. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν είχε κατορθώσει να απεγκλωβιστεί από τη ζωή που είχε χάσει και ταυτόχρονα δεν μπορούσε μ’ αυτό τον τρόπο να την πάρει πίσω.
Ήθελε να νιώσει το χάδι των άλλων πάνω του και δεν μπορούσε. Ήθελε να δεχτεί ένα βλέμμα θαυμασμού ή μια γλυκιά παρηγορητική κουβέντα, μα ήταν αδύνατο. Ποθούσε να επικοινωνήσει, μα κάθε προσπάθειά του έπεφτε στο κενό. Η υπόστασή του ανήκε πλέον σε μια άλλη τάξη που μόνο ανάμεσα στους νεκρούς μπορούσε να γίνει αντιληπτή. Κι έτσι άρχισε να περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους και να προσπαθεί να βρει τρόπο να χαθεί, να ξεχάσει, να πάψει να βλέπει γύρω του ανθρώπους που δεν μπορούσαν να τον δουν.
Και τότε ήταν που εμφανίστηκε πάλι μπροστά του ο Χάρος. Είχε το κεφάλι του κατεβασμένο, λες και ντρεπόταν για ό,τι είχε συμβεί. Ο Γιώργος τον κοίταξε απορημένος.
«Ξέρεις», μίλησε τελικά ο φοβερός θεριστής, «υπάρχει τρόπος να μπεις στον κόσμο των νεκρών, μόνο που δε στο είπα νωρίτερα, γιατί βέβαια θα είχες αρνηθεί. Έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες και μετά να καταλάβεις ότι ίσως δεν είναι και τόσο άσχημα εκεί κάτω. Τουλάχιστον είναι ένα μέρος όπου μπορείς να βρεις παρέα».
Ο Γιώργος είχε μείνει στήλη άλατος, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε, ούτε και να τα καταλάβει.
«Δεν είναι απόλυτα νόμιμο, αλλά απλώς δε θα περάσεις από τον έλεγχο. Μπορεί να γίνει αυτό. Θα πρέπει όμως να δώσεις κάτι στην υπάλληλο· καταλαβαίνεις».
«Δωροδοκία; Στον άλλο κόσμο; Και τι θα τα κάνει τα χρήματα μια πεθαμένη;» Ο Γιώργος δεν πίστευε αυτό που του συνέβαινε. «Και γιατί πέρασα όλη αυτή την ταλαιπωρία και δε μου το είπες από την αρχή;»
«Σου εξήγησα ότι πριν δε θα ήθελες ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή μου».
«Θα τρελαθώ. Μου ζητάς να βάλω μέσον για να με δεχτούν στον άλλο κόσμο!»
«Εγώ αυτή τη λύση ξέρω. Με ρώτησες τι τα θέλουν οι πεθαμένοι τα χρήματα. Για να σου πω την αλήθεια, δεν το έχω καταλάβει ακριβώς, αλλά πρέπει να έχει σχέση με το νόμο της αδράνειας του Νεύτωνα. Είναι μια συνήθεια που ούτε ο θάνατος κατάφερε να κόψει και η Αντριάνα, η κοπέλα στο τμήμα μεταναστεύσεων, αγαπά πολύ τα χαρτονομίσματα, λατρεύει τη μυρωδιά τους. Τι σε νοιάζει τι θα τα κάνει; Σκέψου πόσοι άνθρωποι σε τούτη εδώ τη ζωή μαζεύουν χρήματα και λυπούνται να τα ξοδέψουν και στερούνται και τελικά πεθαίνουν χωρίς να τα πάρουν μαζί τους. Φαντάζεσαι πόσο τρομακτική είναι η αίσθηση της απώλειας γι αυτούς; Ίσως η Αντριάνα να καλύπτει μια τέτοια ανάγκη. Δεν έχω, όμως, σκοπό να της κάνω ψυχανάλυση. Λοιπόν, δέχεσαι;»
Ο Γιώργος σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει. Ακολούθησε το Χάρο που είχε γίνει πια μια συνήθεια κι ένας θλιβερός σύντροφος, μα προηγουμένως πέρασε από ένα σούπερ μάρκετ την ώρα που έκλεινε και, ακολουθώντας τις οδηγίες του Χάρου για τη μετακίνηση της ύλης και την αλλαγή της δομής της, σήκωσε τις εισπράξεις της ημέρας φέρνοντας τα χρήματα στη δική του κατάσταση ύπαρξης ή ίσως μη ύπαρξης.
Στη συνέχεια μαζί με το Χάρο μπήκε με άνεση στο εσωτερικό του κόσμου των νεκρών, αφού τσίμπησε με νόημα το ωχρό μάγουλο της Αντριάνας και έχωσε ένα μάτσο χαρτονομίσματα στο πλούσιο μπούστο της.